- ὑπερεκπερισσῶς
- ὑπερεκπερισσῶς adv. (s. prec. entry) beyond all measure, most highly w. ἡγέομαι (q.v. 2, end) 1 Th 5:13 v.l. (for ὑπερεκπερισσοῦ, q.v.).—Mk 7:37 v.l.; 1 Cl 20:11.—TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
υπερεκπερισσώς — Α επίρρ. ὑπερκεπερισσοῡ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκπερισσῶς «ακόμα περισσότερο, υπερβολικά»] … Dictionary of Greek